κρατερόψυχος

κρατερόψυχος
και καρτερόψυχος, -η, -ο
γενναιόψυχος, ανδρείος, ατρόμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρατεροψυχία — και καρτεροψυχία, η [κρατερόψυχος] γενναιότητα, ευψυχία …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”